περιφλεγόντων

περιφλεγόντων
περιφλέγω
burn
pres part act masc/neut gen pl
περιφλέγω
burn
pres imperat act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιφλέγω — ΜΑ παθ. περιφλέγομαι καίγομαι από παντού, κατακαίγομαι μσν. παθ. καταστρέφομαι («βλέφαρα περιπεφλεγμένα ταῑς ῥοαῑς τῶν δακρύων», Ιωάνν. Δαμ.) αρχ. 1. καίω, έχω φλόγες ολόγυρα («τῶν τόπων ἐμπύρων ὄντων καί περιφλεγόντων», Πλούτ.) 2. φλέγω, καίω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”